Σε αντίθεση με τις λαϊκές μουσικές (και εδώ βάζω τα πάντα από φολκλόρ μέχρι ποπ) όπου μια μελωδία και ένας ρυθμός που απλά "κάθονται" καλά επάνω στους στίχους μπορεί να αρκούν για ένα τραγούδι και όπου η μουσική περιορίζεται στο να δημιουργήσει απλώς ένα "ταιριαστό" ύφος σε σχέση με το κείμενο (πχ αν το περιεχόμενο του κειμένου αφορά κάτι ευχάριστο, έχουμε πιθανόν πιο ζωηρή μουσική ίσως σε μείζονα κλίμακα/τρόπο), οι κλασικοί συνθέτες το βασανίζουν περισσότερο το πράγμα. Η μουσική τους δεν ταιριάζει απλά με το κείμενο, το ερμηνεύει, αναδεικνύει πλευρές, νοήματα και σημασίες και πολλές φορές συμπληρώνει αυτά που λέγονται με τον δικό της άφατο τρόπο.
Το πρώτο παράδειγμα είναι το πέμπτο και τελευταίο από τα τραγούδια για νεκρά παιδιά (Kindertotenlieder) του Gustav Mahler, "In diesem Wetter". Ο κύκλος αυτός είναι από τις πρώτες νύξεις εξπρεσιονιστικής μουσικής έκφρασης (ο μουσικός εξπρεσιονισμός θα απογειωθεί λίγο αργότερα με την μουσική των Schoenberg, Berg και την μουσική της πρώτης περιόδου του Webern). Δε θα μπω στα της ιστορίας αυτού του κύκλου τραγουδιών και της αναπάντεχης εξέλιξης στη ζωή του Mahler, είναι πάνω κάτω γνωστά και μπορεί κανείς να βρει εύκολα πληροφορίες στο internet. Για σύντομες πληροφορίες και αγγλική μετάφραση του κειμένου δείτε αυτό το λήμμα στην wikipedia.
Αυτό που θαυμάζω και με καθηλώνει στο τραγούδι αυτό είναι το πως η μουσική δημιουργεί ένα ηχητικό ανάλογο της θύελλας μέσα στην οποία χάθηκαν τα παιδιά, το οποίο ταυτόχρονα λειτουργεί και ως αναπαράσταση της ψυχικής ταραχής του τραγικού πατέρα που έχασε τα παιδιά του. Η μουσική όχι μόνο συμπληρώνει το κείμενο, αλλά του δίνει τελείως άλλες διαστάσεις. Ακόμα πιο εκπληκτικό και ανατριχιαστικό είναι αυτό που συμβαίνει στην τελευταία στροφή. Η θύελλα/ταραχή μετατρέπεται σε νανούρισμα, το τελευταίο νανούρισμα, την τελευταία φορά που ο πατέρας κρατά στην αγκαλιά του τα παιδιά και τους σιγοτραγουδά τρυφερά για να τα αποκοιμίσει ίσως έχοντας ανάγκη να πιστέψει ότι τα παιδιά δεν πεθάναν αλλά κοιμούνται και θα ξυπνήσουν. Πέραν από το γεγονός ότι στο ποίημα δεν γίνεται αναφορά άμεσα σε νανούρισμα και αυτό είναι ένα εξαιρετικό εύρημα του συνθέτη, η αντίθεση με το πρώτο μισό γίνεται ακόμα πιο εντυπωσιακή καθώς το νανούρισμα φτιάχνεται με το ίδιο μουσικό υλικό που χρησιμοποιήθηκε για την θύελλα. Με τον τρόπο αυτό ο συνθέτης μας "αναγκάζει" να συνδέσουμε στο μυαλό μας την πρώτη με την δεύτερη κατάσταση. Ακόμα και μέσα στην ηρεμία του νανουρίσματος πλανάται η αγωνία και η απελπισία της θύελλας.
Ο κύκλος αυτός συνηθίζεται να τραγουδιέται τόσο από αντρικές όσο και από γυναικείες φωνές, αλλά προτιμώ να τον ακούω από αντρικές. Όπως το σκέφτομαι τα ποιήματα αυτά εκφράζουν την οδύνη ενός πατέρα, όχι μιας μητέρας. Από τις διαφορετικές εκτελέσεις που γνωρίζω προτιμώ αυτή με τον Bryn Terfel να τραγουδά και τον Giuseppe Sinopoli να διευθύνει την Philharmonia. Το ελαφρώς γρηγορότερο από το συνηθισμένο tempo της εκτέλεσης βοηθά στο να γίνει πιο ανάγλυφη η ταραχή του πρώτου τμήματος και πιο έντονη η αντίθεση κατόπιν. Βαρύτονος και μαέστρος καταλαβαίνουν και δίνουν άψογα κάθε πτυχή της μουσικής.
Ακούστε:
Το δεύτερο παράδειγμα που βάζω είναι πολύ πιο σύντομο, αλλά εξίσου δυνατό και χαρακτηριστικό. Πρόκειται για το τέλος της 1ης πράξης από το Θάνατο στη Βενετία, την τελευταία όπερα του Benjamin Britten που βασίζεται στην ομώνυμη νουβέλα του Thomas Mann. Ο Britten έγραψε την όπερα αυτή ενώ η υγεία του βρίσκονταν ήδη σε πολύ άσχημη κατάσταση με το πρόσθετο άγχος μήπως δεν προλάβει να τελειώσει το έργο για το οποίο έκανε την πολύ πικρή δήλωση "με αυτό θα έπρεπε να αρχίσω, όχι να τελειώσω". Κατά τη γνώμη μου εδώ ο Britten μας δίνει ένα από τα πιο συγκλονιστικά "Σ' αγαπώ" που μας έχει δώσει ποτέ συνθέτης.
Είναι η στιγμή που ο Aschenbach σχεδόν υποχρεώνεται να ομολογήσει στον εαυτό του ότι είναι ερωτευμένος με τον Tadzio. Περιγράφω τη σκηνή: (έχει προηγηθεί στη σκηνή το εξής) ο Aschenbach ενθουσιασμένος από το θέαμα των αθλητικών αγώνων και τη νίκη του Tadzio έχει αρχίσει να υποψιάζεται και να αντιλαμβάνεται ότι αυτός, ένας καθόλα ευυπόληπτος διανοούμενος κάποιας ηλικίας, έχει αρχίσει να ερωτεύεται ένα αγόρι (κάτι απρόσμενο και πρωτόγνωρο γι' αυτόν). Ξαφνικά (και από εδώ και μετά ακούμε στο απόσπασμα που παραθέτω) μέσα από το πλήθος ο Tadzio γυρνάει και χαμογελάει στον Aschenbach. O Tadzio είναι βουβό πρόσωπο, καθώς ανήκει σε ένα πολύ μακρινό για τον Aschenbach κόσμο. Ο Britten δε θέλησε να βάλει τραγουδιστή αλλά χορευτή για να τον παρουσιάσει. Δεν μπορούν να συνομιλήσουν, δεν εκφράζονται με την ίδια γλώσσα ο ένας τραγουδάει, ο άλλος χορεύει. Ο διαφορετικός, εξωτικός στα μάτια του Aschenbach, κόσμος του Tadzio εκφράζεται και μουσικά με ξεχωριστό, διακριτό τρόπο με την χρήση μεταλλόφωνων και άλλων εξωτικών κρουστών οργάνων που έχουν τελείως δικό τους χαρακτήρα. Τη στιγμή λοιπόν που ο Tadzio γυρνάει και χαμογελάει στον Aschenbach, τον ακούμε να εκφράζεται μέσα από τους μαγευτικούς, εξωτικούς ήχους των μεταλλόφωνων που μοιάζουν με χειρονομίες. Μπροστά στο χαμόγελο αυτό ο Aschenbach για πρώτη φόρα παραδίνεται σε αυτό που αισθάνεται: Παρατηρήστε πως είναι σχηματισμένες οι μελωδίες που έχει βάλει ο Britten στα λόγια του ήρωά του και πως η μουσική ακολουθεί και φωτίζει τη συναισθηματική του κατάσταση με έναν τρόπο που καμιά λεκτική περιγραφή δε θα μπορούσε να επιτύχει:
—Ah, don't smile like that! … No one should be smiled at like that…
Επίσης δε νομίζω ότι κάποια λεκτική περιγραφή θα μπορούσε να εκφράσει με τον τρόπο που κάνει η μουσική που ακολουθεί αυτές τις φράσεις την συναισθηματική ένταση, τον αγώνα που κάνει με τον εαυτό του καθώς ετοιμάζεται να ξεστομίσει το ανομολόγητο "I love you". Η υπερέντασή του είναι τέτοια που στη μέση της φράσης καταρρέει συναισθηματικά· η δύναμη με την οποία ήταν έτοιμος να φωνάξει, σπάει και το "…love you" ακούγεται ξέπνοα, ξεψυχισμένα.
Ακούστε (τον Peter Pears, εννοείται, ως Aschenbach και τον Steuart Bedford να διευθύνει την English Chamber Orchestra):