28/8/09

A waltz is a waltz, is a waltz, is a waltz





Αυτές τις μέρες ο Εξώστης θα κλείσει τον πρώτο του χρόνο. Καθόμουν λοιπόν και κοιτούσα τις πρώτες αναρτήσεις μας.

Η πρώτη-πρώτη ήταν αυτή του Statler για τα Πρέσπεια — τα φετινά έγιναν πριν μερικές ημέρες, δεν είχε την Καραΐνδρου και τα βαλσάκια της εφέτος αλλά αυτό δεν είχε καμιά απολύτως σημασία ούτε έκανε κάποια διαφορά.

Για κάποιο λόγο θέλω να ανεβάσω έστω τώρα το soundtrack που αισθάνομαι ότι λείπει από την πρώτη αυτή ανάρτηση και τα σχόλιά της (ελπίζω ο Statler να εγκρίνει τις επιλογές μου).

__________________
UPDATE:
Τα ζήτησε ο Statler και δε μπορώ να του χαλάσω το χατίρι. Άλλα δυο.

23/8/09

Παραφωνία

Δεν έχω χρησιμοποιήσει ποτέ το ιστολόγιό μας για εξωμουσικά θέματα, αλλά αυτή τη φορά θα το κάνω.

Εγώ και ο μούργος δεν είμαστε και πολύ της εκκλησίας όπως έχετε καταλάβει τουλάχιστον από τα λινκ που δίνει ο καθένας μας αριστερά. Κάτι που τη δίνει ιδιαίτερα είναι να περιορίζεται η ελευθερία του λόγου στο όνομα οποιασδήποτε ηλίθιας θρησκευτικής ευαισθησίας ή πώς την είχαν πει εκείνη τη μαλακία, το δικαίωμα να μην προσβάλεσαι; Διαβάστε εδώ την έμπνευση του διευθυντή του Yale University Press. Από τον Christopher Hitchens.

19/8/09

O μεγάλος Δανός

Αφού είναι ακόμη διακοπές, ας συνεχίσουμε χαλαρά. Ο μεγάλος Δανός δεν είναι άλλος από τον Βίκτορ Μπόργκου (Victor Borge). Τα πολλά τα λόγια είναι φτώχεια. Εδώ μπορείτε να διαβάσετε το βιογραφικό του στη Wikipedia και εδώ είναι η νεκρολογία που του αφιέρωσαν οι New York Times. Είχε μια καταπληκτική ικανότητα να επικοινωνεί με το κοινό. Το μουσικό του χιούμορ ήταν απλώς τρομερά καλόγουστο. Όσες φορές και να δω τα βίντεό του στο youtube, απλώς το καταδιασκεδάζω. Κυρίες και Κύριοι, ο Βίκτορ Μπόργκου:



Update:

Βέβαια υπάρχει και αυτή η εκτέλεση, δεν είναι όμως πολύ καλή

8/8/09

Ζητήματα ερμηνείας - μια παρέκβαση (ποίηση)

Δύο διαφορετικές απαγγελίες του περίφημου ποιήματος "The Raven" του Edgar Allan Poe.

Η πρώτη από τον Christopher Walken:



Η δεύτερη από τον James Earl Jones:



Και λίγο από Simpsons (και σε video εδώ, πάλι ξεχωρίζει η φωνή του James Earl Jones):



Το κείμενο (για να διαβάζετε παράλληλα με την απαγγελία):

Edgar Allan Poe

The Raven

[Πρώτη έκδοση το 1845]

Once upon a midnight dreary, while I pondered weak and weary,
Over many a quaint and curious volume of forgotten lore,
While I nodded, nearly napping, suddenly there came a tapping,
As of some one gently rapping, rapping at my chamber door.
`'Tis some visitor,' I muttered, `tapping at my chamber door -
Only this, and nothing more.'

Ah, distinctly I remember it was in the bleak December,
And each separate dying ember wrought its ghost upon the floor.
Eagerly I wished the morrow; - vainly I had sought to borrow
From my books surcease of sorrow - sorrow for the lost Lenore -
For the rare and radiant maiden whom the angels named Lenore -
Nameless here for evermore.

And the silken sad uncertain rustling of each purple curtain
Thrilled me - filled me with fantastic terrors never felt before;
So that now, to still the beating of my heart, I stood repeating
`'Tis some visitor entreating entrance at my chamber door -
Some late visitor entreating entrance at my chamber door; -
This it is, and nothing more,'

Presently my soul grew stronger; hesitating then no longer,
`Sir,' said I, `or Madam, truly your forgiveness I implore;
But the fact is I was napping, and so gently you came rapping,
And so faintly you came tapping, tapping at my chamber door,
That I scarce was sure I heard you' - here I opened wide the door; -
Darkness there, and nothing more.

Deep into that darkness peering, long I stood there wondering, fearing,
Doubting, dreaming dreams no mortal ever dared to dream before
But the silence was unbroken, and the darkness gave no token,
And the only word there spoken was the whispered word, `Lenore!'
This I whispered, and an echo murmured back the word, `Lenore!'
Merely this and nothing more.

Back into the chamber turning, all my soul within me burning,
Soon again I heard a tapping somewhat louder than before.
`Surely,' said I, `surely that is something at my window lattice;
Let me see then, what thereat is, and this mystery explore -
Let my heart be still a moment and this mystery explore; -
'Tis the wind and nothing more!'

Open here I flung the shutter, when, with many a flirt and flutter,
In there stepped a stately raven of the saintly days of yore.
Not the least obeisance made he; not a minute stopped or stayed he;
But, with mien of lord or lady, perched above my chamber door -
Perched upon a bust of Pallas just above my chamber door -
Perched, and sat, and nothing more.

Then this ebony bird beguiling my sad fancy into smiling,
By the grave and stern decorum of the countenance it wore,
`Though thy crest be shorn and shaven, thou,' I said, `art sure no craven.
Ghastly grim and ancient raven wandering from the nightly shore -
Tell me what thy lordly name is on the Night's Plutonian shore!'
Quoth the raven, `Nevermore.'

Much I marvelled this ungainly fowl to hear discourse so plainly,
Though its answer little meaning - little relevancy bore;
For we cannot help agreeing that no living human being
Ever yet was blessed with seeing bird above his chamber door -
Bird or beast above the sculptured bust above his chamber door,
With such name as `Nevermore.'

But the raven, sitting lonely on the placid bust, spoke only,
That one word, as if his soul in that one word he did outpour.
Nothing further then he uttered - not a feather then he fluttered -
Till I scarcely more than muttered `Other friends have flown before -
On the morrow he will leave me, as my hopes have flown before.'
Then the bird said, `Nevermore.'

Startled at the stillness broken by reply so aptly spoken,
`Doubtless,' said I, `what it utters is its only stock and store,
Caught from some unhappy master whom unmerciful disaster
Followed fast and followed faster till his songs one burden bore -
Till the dirges of his hope that melancholy burden bore
Of "Never-nevermore."'

But the raven still beguiling all my sad soul into smiling,
Straight I wheeled a cushioned seat in front of bird and bust and door;
Then, upon the velvet sinking, I betook myself to linking
Fancy unto fancy, thinking what this ominous bird of yore -
What this grim, ungainly, ghastly, gaunt, and ominous bird of yore
Meant in croaking `Nevermore.'

This I sat engaged in guessing, but no syllable expressing
To the fowl whose fiery eyes now burned into my bosom's core;
This and more I sat divining, with my head at ease reclining
On the cushion's velvet lining that the lamp-light gloated o'er,
But whose velvet violet lining with the lamp-light gloating o'er,
She shall press, ah, nevermore!

Then, methought, the air grew denser, perfumed from an unseen censer
Swung by Seraphim whose foot-falls tinkled on the tufted floor.
`Wretch,' I cried, `thy God hath lent thee - by these angels he has sent thee
Respite - respite and nepenthe from thy memories of Lenore!
Quaff, oh quaff this kind nepenthe, and forget this lost Lenore!'
Quoth the raven, `Nevermore.'

`Prophet!' said I, `thing of evil! - prophet still, if bird or devil! -
Whether tempter sent, or whether tempest tossed thee here ashore,
Desolate yet all undaunted, on this desert land enchanted -
On this home by horror haunted - tell me truly, I implore -
Is there - is there balm in Gilead? - tell me - tell me, I implore!'
Quoth the raven, `Nevermore.'

`Prophet!' said I, `thing of evil! - prophet still, if bird or devil!
By that Heaven that bends above us - by that God we both adore -
Tell this soul with sorrow laden if, within the distant Aidenn,
It shall clasp a sainted maiden whom the angels named Lenore -
Clasp a rare and radiant maiden, whom the angels named Lenore?'
Quoth the raven, `Nevermore.'

`Be that word our sign of parting, bird or fiend!' I shrieked upstarting -
`Get thee back into the tempest and the Night's Plutonian shore!
Leave no black plume as a token of that lie thy soul hath spoken!
Leave my loneliness unbroken! - quit the bust above my door!
Take thy beak from out my heart, and take thy form from off my door!'
Quoth the raven, `Nevermore.'

And the raven, never flitting, still is sitting, still is sitting
On the pallid bust of Pallas just above my chamber door;
And his eyes have all the seeming of a demon's that is dreaming,
And the lamp-light o'er him streaming throws his shadow on the floor;
And my soul from out that shadow that lies floating on the floor
Shall be lifted - nevermore!


Δυο διαφορετικές ερμηνείες - η μία και με συνοδεία άλλων ηχητικών εφφέ (θυμίζει λίγο απαγγελία από beatniks), περισσότερες αλλαγές στη φωνή του ηθοποιού, η άλλη πιο απλή, πιο λιτή, ενδεχομένως πιο υποβλητική. Ποια προτιμάτε και γιατί;

1/8/09

Aνέκδοτα 2

Διακοπές επιτέλους, καιρός για χαλάρωση. Στο Βερολίνο αγόρασα ένα βιβλίο με μουσικά ανέκδοτα. Ο τίτλος, "... σχεδόν ένα αριστούργημα". Ο κόσμος της μουσικής σε ανέκδοτα. Ακολουθεί μια τυχαία επιλογή:

Ο Άρτουρ Ρουμπινστάιν έπαιζε μια μέρα στο σπίτι ενός μεγαλοβιομήχανου μερικά Νυχτερινά του Σοπέν, με την χαρακτηριστική λεπτή ευαισθησία του. Αμέσως μετά τον πλησίασε ο οικοδεσπότης και του είπε: "Θαυμάσια, αξιότιμε Δάσκαλε, αλλά θα μπορούσατε να παίξετε πιο δυνατά, όλο το σπίτι μου ανήκει".

Σε ένα μουσικό σαλόν έπαιζε η θυγατέρα του ιδιοκτήτη μια διασκευή για πιάνο της "Ημιτελούς" Συμφωνίας του Φράντς Σούμπερτ. Μετά το πέρας της εκτέλεσης ρώτησε η οικοδέσποινα τον συνθέτη Μάξ Ρέγκερ που ήταν παρών, πώς του φάνηκε το παίξιμο της κορούλας της. Εκείνος απάντησε:
"Καταπληκτικό, σεβάσμια Κυρία, τόσο ημιτελή δεν έχω ξανακούσει την 'Ημιτελή'".

Ο Φραντς Λιστ έπρεπε να κρίνει σε ένα μουσικό σαλόν το παίξιμο μιας νεαρής δεσποινίδος. Μετά το τέλος της εκτέλεσης πλησίασε ο ασπρομάλλης πλέον Δάσκαλος, ο οποίος είχε χειροτονηθεί ιερέας κάποια χρόνια πριν, με αργά βαριά βήματα τη νεαρή πιανίστρια, έθεσε τα χέρια του επί της κεφαλής της και της είπε πατρικά: "Καλό μου παιδί, παντρευτείτε!"

Ο Εζέν ντ' Αλμπέρ έδωσε μια συναυλία στο σπίτι ενός κόμητος, γνωστού για την τσιγγουνιά του. Μετά τη συναυλία τον πλησίασε ο Κόμης και τον ρώτησε: "Δάσκαλε, τι προτιμάτε, τον Μεγαλόσταυρο του Οίκου μου ή χίλια μάρκα;"
Ο ντ' Αλμπέρ το σκέφτηκε λίγο και ρώτησε πόσο κόστιζε η κατασκευή του Μεγαλόσταυρου.
"Περίπου εκατόν πενήντα μάρκα", απάντησε ο κόμης.
"Τότε θα σας παρακαλούσα να μου απονείμετε τον Μεγαλόσταυρο και να μου πληρώσετε τα υπόλοιπα οχτακόσια πενήντα".

Ο διάσημος τενόρος Λέο Σλέζακ βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις για μια εμφάνιση στην όπερα της Βουδαπέστης. Τηλεγραφικώς έλαβε την ακόλουθη πρόταση: "Εκατό - Στοπ - Χίλιες Ευχές". Εκείνος απάντησε: "Χίλια - Στοπ - Εκατό Ευχές".

Σε μία μικρή πόλη, έδωσε μια τραγουδίστρια, που δεν βρισκόταν πλέον στο ζενίθ της καριέρας της, ένα κονσέρτο με άριες από όπερες του Βάγκνερ. Στην είσοδο της αίθουσας ήταν κρεμασμένη μια πινακίδα: "Απαγορεύεται η είσοδος σε σκύλους". Μετά τη συναυλία ένας ακροατής είχε προσθέσει: "Από τον σύλλογο προστασίας των ζώων".

Ο Αρτούρο Τοσκανίνι έκανε μια φορά πρόβα με μία ιδιαίτερα ματαιόδοξη [ΣΣ: κοινώς, ψώνιο] τραγουδίστρια, με την οποία δεν ήταν καθόλου ικανοποιημένος. Έπειτα από πολλές διακοπές και διορθώσεις εκείνη έχασε την αυτοσυγκράτησή της και του φώναξε: "Σε περίπτωση που σας είναι άγνωστο, να σας το πω: Δεν είμαι κάποια αρχάρια, αλλά μία παγκοσμίου φήμης πριμαντόνα".
Ο Τοσκανίνι απάντησε θυμωμένα: "Να είστε ήσυχη, αυτό το μυστικό δεν πρόκειται να το πω σε κανέναν".

Μιαν άλλη φορά μάλωνε ο Τοσκανίνι με έναν τραγουδιστή: "Γνωρίζω πως είναι δικαίωμα των τενόρων να είναι ηλίθιοι, αλλά εσείς κύριέ μου, το παρακάνετε".

Ο διάσημος Ρώσος μπάσος Φεοντόρ Σαλιάπιν είχε προβλήματα με την κομμουνιστική ιδεολογία, μετά την επικράτηση της Οκτωβριανής Επανάστασης. Ένας κομματικός εντεταλμένος του εξηγούσε μια φορά πως δεν είναι σωστό ένας ταξιθέτης να αμοίβεται λιγότερο από έναν τραγουδιστή. Στο μέλλον όλοι θα πληρώνονται το ίδιο.
"Σύμφωνοι", απάντησε ειρωνικά ο Σαλιάπιν, "αλλά τότε στο μέλλον εγώ να ελέγχω τα εισιτήρια και ο ταξιθέτης να τραγουδάει".

Ο Άρτουρ Σνάμπελ ήταν περιζήτητος πέρα από σολίστ και ως παιδαγωγός. Σε έναν νεαρό Αμερικανό πιανίστα που τα εκατό μάρκα, τα οποία ζητούσε την ώρα ο Σνάμπελ, του φαινόταν υπερβολικά, ο διάσημος πιανίστας του απάντησε με κατανόηση: "Θα μπορούσα φυσικά και να σας προσφέρω ένα μάθημα με είκοσι Μάρκα την ώρα, αλλά, μεταξύ μας, δε θα σας το συνιστούσα".

Ο Τζιοακκίνο Ροσίνι απεχθανόταν ιδιαίτερα τη μουσική του Βάγκνερ. Για τον Λόενγκριν είχε πει κάποτε: "Αυτή η όπερα έχει ωραίες στιγμές, αλλά απαίσια τέταρτα της ώρας". Ένα πρωινό λοιπόν που τον επισκέφτηκε για μάθημα ένας μαθητής, ο Ροσίνι καθόταν στο πιάνο και έπαιζε κάτι που προσπαθούσε να μοιάσει στην εισαγωγή από τον Τανχώυζερ. Απορημένος συνειδητοποίησε ο νεαρός μαθητής πως η παρτιτούρα ήταν ανάποδα. Όταν προσπάθησε ευγενικά να το υποδείξει στον Ροσίνι εκείνος απάντησε:
"Το γνωρίζω. Το δοκίμασα ήδη κανονικά, αλλά ούτε έτσι ακούγεται καλύτερα".