31/8/08

Κάποια μάλλον αυτονόητα πράγματα για τη μουσική που όμως υποψιάζομαι ότι δεν συνειδητοποιούμε πάντα ότι έχουν συμβεί

Όταν ο σπουδαίος και ιδιοφυής Αμερικανός σκηνοθέτης Gus van Sant γύρισε το Ψυχώ πλάνο προς πλάνο ίδιο μέχρι την τελευταία του λεπτομέρεια με την ταινία του Alfred Hitchcock βρέθηκε ενώπιον της αμηχανίας ―το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς― της κριτικής, αλλά και της αδιαφορίας του κοινού. Κανείς δε φαινόταν να καταλαβαίνει ποιος ήταν ο σκοπός του εγχειρήματος. Οι κριτικοί πάσχιζαν να καταλάβουν τι καινούριο πέραν των προφανών (έγχρωμο φιλμ, άλλοι ηθοποιοί) προσέφερε η ταινία. Αν κάποιος από αυτούς είχε σοβαρή κλασική μουσική παιδεία και συνείδηση, είμαι σίγουρος ότι δε θα είχε δυσκολία να δει τι σημαντικό θέλησε να κάνει ο Gus van Sant με την ταινία αυτή: να προσθέσει στη σχετικά νέα τέχνη που υπηρετεί μια πλευρά αυτού που ονομάζουμε ερμηνεία που έλειπε παντελώς μέχρι τότε από την κινηματογραφική τέχνη.

Ναι, υπήρχαν και πριν το Ψυχώ του van Sant στον κινηματογράφο ριμέικ, αλλά ο Sant δεν έκανε ριμέικ, έκανε ερμηνεία με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που μιλούμε για ερμηνεία στην κλασική μουσική. Με τον τρόπο που συγκρίνουμε την ερμηνεία ενός σολίστα ή ενός μαέστρου με αυτή ενός άλλου πάνω στο ίδιο έργο. Το (μουσικό) κείμενο είναι πάντα εκεί απαράλλαχτο, οι κινήσεις και οι αναπνοές ακόμα των μουσικών που το παρουσιάζουν κάθε φορά κι αυτές ίδιες.

Η μουσική ερμηνεία είναι ίσως η πιο αυστηρή και ταυτόχρονα πιο λεπτή μορφή ερμηνείας. Και στο θέατρο μιλούμε για ερμηνεία. Μπορεί δυο παραστάσεις ενός έργου του Shakespeare να χρησιμοποιούν λέξη προς λέξη το ίδιο κείμενο, αλλά οι ομοιότητες τελειώνουν εκεί. Το context μέσα στο οποίο θα ζήσουν οι λέξεις, η αισθητική και τα μηνύματα της παράστασης μπορεί να διαφέρουν δραματικά, να έχουμε από τη μια μία παράσταση με κοστούμια και σκηνικά εποχής και τους ηθοποιούς να παίζουν αναλόγως και από την άλλη μία παράσταση με την πιο πρωτοποριακή σκηνοθετική άποψη που παραβιάζει ή ανατρέπει τελείως το κείμενο. Αυτό είναι κάτι που δεν υπάρχει στην κλασική μουσική παράδοση. Δε θα βρείτε εκτέλεση μιας συμφωνίας που το μουσικό κείμενο να ανατρέπεται ή να παραβιάζεται χάριν ενός πρωτοποριακού concept που είχε ο μαέστρος. Ο μαέστρος ή ο σολίστας δεν θα διανοηθεί ποτέ να πειραματιστεί και να αλλάξει έστω και την πιο μικρή και ασήμαντη λεπτομέρεια από το κείμενο του συνθέτη. Ο Maurice Ravel το είχε θέσει ωμά: “ο [μουσικός] εκτελεστής είναι σκλάβος”.

Η ρήση του Ravel βέβαια περιγράφει το πως έχουν τα πράγματα στην κλασική μουσική, όπου ο μουσικός υποτάσσεται στη βούληση και τη σκέψη του συνθέτη*. Σε άλλα μουσικά είδη συμβαίνει μάλλον το ανάποδο, το μουσικό περιεχόμενο υποτάσσεται στις δυνατότητες (τη μανιέρα) των μουσικών. Η δε είσοδος της τεχνολογίας μέσω της οποίας καταναλώνουμε πια τη συντριπτική πλειοψηφία της μουσικής που ακούμε έχει αλλάξει ακόμη περισσότερο τα πράγματα. Η εμφάνιση της ηλεκτρονικής μουσικής έδωσε ακόμη μια διάσταση που βρίσκεται ανάμεσα στο τι συμβαίνει με τη μουσική πράξη στην κλασική μουσική και στα άλλα μουσικά είδη. Η ηλεκτρονική μουσική καταργεί τον μουσικό εκτελεστή, για πρώτη φορά ακούμε ακριβώς την συνθετική πρόθεση. Αυτό σημαίνει ότι καταργείται η μουσική ερμηνεία. Η ηλεκτρονική μουσική δεν φτιάχνει παρτιτούρες προς ερμηνεία, φτιάχνει μουσικά αντικείμενα**.

Ξαναγυρίζοντας στη σύγκριση κλασικής με άλλα είδη: στη σύγχρονη εμπορική μουσική δε συναντούμε ερμηνείες με τον τρόπο που εννοούμε στην κλασική μουσική. Ένα τραγούδι της Madonna είναι πάντα ίδιο, δε θα το ακούσουμε ποτέ από άλλη τραγουδίστρια ή αν ακούσουμε θα πρόκειται είτε για remix από κάποιον DJ είτε για άλλη εκδοχή από κάποιον άλλο καλλιτέχνη. Αυτά θα διαφέρουν σημαντικά, θα είναι διαφορετικές εκδοχές ή παραλλαγές και όχι διαφορετικές ερμηνείες.

Το δε γεγονός ότι η μοναδικότητα μιας εκτέλεσης δε χάνεται κατ’ ανάγκην όπως συνέβαινε κάποτε αλλά μπορεί να καταγράφεται και να επαναλαμβάνεται κατά βούληση και το κοινό να συνηθίζει να ακούει ξανά και ξανά μια μουσική σε μία και μοναδική εκδοχή/εκτέλεση, έχει αναπόφευκτα δημιουργήσει γενιές ακροατών που έχουν ελάχιστη εμπειρία διαφορετικών μουσικών ερμηνειών, ένα κοινό όπου οι λεπτές διαφοροποιήσεις εκτελέσεων της ίδιας μουσικής, αντί να τη φωτίζουν περισσότερο την ίδια τη μουσική και να διευρύνουν τη μουσική σκέψη των ακροατών γίνονται αντιληπτές ως ελαττωματικά αντίγραφα αυτού που έτυχε να έχει εντυπωθεί στη μνήμη τους ως “πρωτότυπο”.

Με πιο απλά λόγια: έχουμε σε μεγάλο βαθμό ξεχάσει τι σημαίνει ζωντανή μουσική. Σχεδόν όλη η μουσική που ακούμε είναι ηχογραφημένη μουσική. Η ευκολία της αναπαραγωγής ηχογραφημένης μουσικής έχει θετικά και αρνητικά. Ένα θετικό το ότι μπορεί να ακούσει ο οποιοσδήποτε οποιαδήποτε μουσική εύκολα όταν το επιθυμεί. Ένα αρνητικό το ότι μπορεί να ακούει μουσική ακόμα και όταν δεν το επιθυμεί πχ όταν ψωνίζει στο super market “ακούει” μουσική χωρίς να ακούει μουσική. Η μουσική εκεί ευτελίζεται σε ένα είδος ηχητικού background. Το ότι όπου σταθούμε κι όπου βρεθούμε κατακλυζόμαστε από κάποια μουσική δημιουργεί την αίσθηση ενός ηχητικού/μουσικού κορεσμού, χωρίς να προηγείται όμως κάποια απόλαυση από την ακρόαση αυτή, χωρίς πάντα η ακρόαση αυτή να συμβαίνει συνειδητά.

---------------------------------

* Ο συνθέτης με το μουσικό κείμενο που παραδίδει υποτίθεται ότι περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια το τι πρέπει να κάνει ο μουσικός προκειμένου αυτός να επιτύχει στην εντέλεια την συνθετική πρόθεση. Όμως ευτυχώς ή δυστυχώς η μουσική σημειογραφία είναι πάντοτε ατελής, πχ ο συνθέτης μπορεί να παραλείψει από την παρτιτούρα στοιχεία που για τον ίδιο, πιθανόν και για τη μουσική σκέψη της εποχής του, να είναι αυτονόητα, τα οποία όμως κατόπιν μπορεί να αποδειχθούν όχι τόσο αυτονόητα. Πάντως όσο κι αν εξελίσσεται η μουσική σημειογραφία, με όση φροντίδα και λεπτομέρεια κι αν σημειώνει ο συνθέτης πάντα θα υπάρχει κάτι ―έστω ελάχιστο― που δεν περιγράφεται.

** Υπάρχουν βέβαια τα live electronics, οι αυτοσχεδιασμοί ηλεκτρονικής μουσικής και οι συνδυασμοί προετοιμασμένου μουσικού υλικού (ηλεκτρονικής/ηλεκτροακουστικής μουσικής, computer music ή γενικά προηχογραφημένου/προετοιμασμένου υλικού) με ζωντανή εκτέλεση ή ακόμη σχετικά καινούρια μουσικά είδη όπως τα διαδραστικά ηχητικά περιβάλλοντα ή εγκαταστάσεις ―τα τελευταία μάλιστα οδηγούν σε τελείως καινούριους τρόπους δημιουργίας, εκτέλεσης και ακρόασης, αλλά δε θα επεκταθούμε σε αυτούς και στο τι σημαίνουν σε αυτό το κείμενο― αυτό όμως που σήμαινε αρχικά και που ήταν η σημαντικότερη αλλαγή που έφερε ήταν το ότι φτιάχτηκε μουσική απευθείας από τον συνθέτη, μουσική που δεν εκτελείται, απλά αναπαράγεται.

---------------------------------

Τι ακούμε στην ανάρτηση αυτή:
  • Μπορεί η φύση της ηλεκτρονικής μουσικής να μην έχει εκτελέσεις με την κλασική τους μορφή, όμως στην εμπορική ηλεκτρονική μουσική έχουμε τα remix εν είδη παραλλαγών:
 Air των/του/της Albion και δυο remix του κομματιού από τους Ferry Corsten και Oliver Lieb.








  • Οι μουσικοί υποτάσσονται στη συνθετική σκέψη. Ας δούμε τι καταλαβαίνουν οι σκλάβοι του Maurice Ravel από τα κείμενα που τους έδωσε: δυο πολύ μεγάλοι καλλιτέχνες, ο Sviatoslav Richter και η Martha Argerich, ερμηνεύουν τα παιχνίδια του νερού.





  • Το μουσικό περιεχόμενο υποτάσσεται στη μανιέρα των μουσικών: Τέσσερις διαφορετικές εκδοχές από τις πάρα πολλές που υπάρχουν του τραγουδιού Feeling Good από το musical “The Roar of the Greasepaint - The Smell of the Crowd”: α) η πρωτότυπη εκδοχή, β) η εκτέλεση της Nina Simone που έκανε γνωστό το τραγούδι, γ) μια πολύ καλή rock εκτέλεση από τους Muse και δ) μια latin/lounge εκδοχή από τους Quantic Soul Orchestra.









7 σχόλια:

Statler είπε...

Μα, ακριβώς, τα σύγχρονα pop τραγούδια συνδέονται άρρηκτα όχι μόνο με συγκεκριμένους ερμηνευτές, αλλά και με συγκεκριμένες εκτελέσεις και μπορούμε πολύ εύκολα να αναγνωρίσουμε πότε μια εκτέλεση είναι διαφορετική από τη διαδεδομένη. Σκεφθείτε και το εξής: στη σύγχρονη εμπορική μουσική είναι απολύτως αποδεκτό το playback (ιδίως εάν αυτό γνωστοποιείται στους ακροατές). Φανταζόσαστε μια ορχήστρα να καταλαμβάνει μια σκηνή και απλώς να κουνάνε τα δοξάρια ή να φυσάνε τα πνευστά, ενώ ο ήχος, στην πραγματικότητα, προέρχεται από ηχογράφηση; (αν και έχω δει τον Τζων Μοδινό να τραγουδά χριστουγεννιάτικα τραγούδια σε διάφορες γλώσσες από playback στο "Τηλεάστυ", πράγμα που είναι μάλλον ενδεικτικό και της ποιότητας του συγκεκριμένου σταθμού - και του τηλεθεατή που τον παρακολούθησε και μετέφερε την εμπειρία του αυτή).

Rowlf είπε...

Στην εμπορική μουσική αυτό συμβαίνει κυρίως για λόγους marketing. Αντίστοιχα πράγματα συμβαίνουν όμως και με την κλασική μουσική. Πόσες φορές σου έχει συμβεί με ένα κομμάτι που έχεις στη συλλογή σου σε μια συγκεκριμένη εκτέλεση που αγαπάς και σου αρέσει και την έχεις ακούσει ξανά και ξανά και κάποτε το ακούς σε μια διαφορετική και έχεις ξαφνικά την αίσθηση ότι κάτι δεν πάει καλά; Αυτό που δεν πάει καλά είναι ότι εκεί λειτουργεί η μνήμη σου που έχει κρατήσει κάθε λεπτομέρεια της πρώτης εκτέλεσης και συγκρίνει και επειδή το mapping που προσπαθεί να κάνει αυτό από που έχει κρατημένο στο buffer του εγκεφάλου σου με αυτό που ακούει real time δε συμπίπτουν ακριβώς δημιουργείται ένα κάποιο αίσθημα δυσφορίας, ανοίκειου. Θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον το τι θα είχε να μας πει για το πως λειτουργεί το μυαλό μας σε αυτές τις περιπτώσεις ένας νευρολόγος ή ένας ψυχολόγος ή κάποιος σχετικός. Πριν τις ηχογραφήσεις αυτό δε συνέβαινε. Σήμερα πια σε όλους μας και πιστεύω ότι έχει αλλάξει όχι μόνο τον τρόπο που ακούμε μουσική, αλλά και τους τρόπους που κάνουμε μουσική. Γενικά θεωρώ ότι το θέμα είναι τεράστιο και ότι και να πούμε εδώ δε θα ξύσουμε παρά μόνο την επιφάνεια.

Ανώνυμος είπε...

Συμφωνώ κατά βάση με το κείμενο και τις παρατηρήσεις. Υπάρχουν δύο σημεία που θέλω να θίξω. Μέχρι περίπου το 1970 υπήρχε η παράδοση να επεμβαίνουν οι μαέστροι στις ενορχηστρώσες των συνθετών και κυρίως του Μπετόβεν. Είτε ξαναενορχήστρωναν διάφορα σημεία, είτε ενίσχυαν διάφορες φωνές, με στόχο, όπως πίστευαν, να αποκαταστήσουν την πρόθεση του συνθέτη. Αυτό βέβαια δεν αποτελεί επέμβαση στο βασικό μουσικό υλικό - και εδώ χωράει πολλή συζήτηση ως προς το ποιο είναι αυτό - αλλά σίγουρα είναι κάτι που πλέον θεωρείται αδιανόητο. Το δεύτερο σημείο που θέλω να επισημάνω είναι το κατά πόσον κάποιον επηρεάζεται από την ηχογράφηση που έχει συνηθίσει να ακούει. Σίγουρα πολύ. Από τη στιγμή όμως που εκτίθεται σε άλλες εκτελέσεις και αρχίζει να ακούει συνειδητά τις διαφορές, τότε η επίδραση, τόσο από τις εκτελέσεις που έχει ήδη συνηθίσει, όσο και από τις μελλοντικές εκτελέσεις που θα ακούσει σαφώς μειώνεται και δεν είναι πλέον τόσο μόνιμη. Δε θα ήθελα να επεκταθώ σε ζητήματα που έχουν να κάνουν με το υποσυνείδητο. Όπως πολύ σωστά είπες στο σχόλιό σου rowlf, μας χρειάζεται η γνώμη ενός ειδικού.

Ανώνυμος είπε...

Και κάτι ακόμη. Είμαι πολύ περίεργος να μάθω πώς λειτουργούσε η μνήμη μας πριν να εμφανιστούν οι ηχογραφήσεις. Πόσο έχει ελαττώσει η δυνατότητα να ξαναακούμε ένα κομμάτι τη συγκέντρωση και την απομνημόνευση και την μία, μοναδική παλιά ακρόαση;

Rowlf είπε...

Chef μου,
αυτό που κάνανε οι μαέστροι δεν το ήξερα, αλλά για να το λες εσύ, έτσι θα 'ναι…
…εξάλλου τι chef θα ήσουνα, αν δεν τα ήξερες κάτι τέτοια;

Τώρα για το άλλο που λες, δεν είμαι σίγουρος ότι καταλαβαίνω ακριβώς τι θες να πεις. Εννοείς ότι διαμορφώνει και η ηχοληψία αυτό που είναι το τελικό ηχογραφημένο προϊόν; Σίγουρα ναι, και σίγουρα είναι κι αυτό μέρος αυτού που εντυπώνεται στη μνήμη. Αυτό που λες πάλι για το πως η έκθεση σε διαφορετικές εκτελέσεις μπορεί να αλλάξει την αρχική εντύπωση επίσης ισχύει, αλλά νομίζω διαφορετικά για τον καθένα. Δηλ. (κι αυτό είναι μόνο μια περίπτωση) με άλλον τρόπο και ταχύτητα θα αλλάξει η αντίληψη ενός μουσικού, ειδικά αν του δώσουμε και την παρτιτούρα, οπότε θα μπορέσει να εξηγήσει και να καταλάβει πολύ καλύτερα κάποια πράγματα κι αλλιώς κάποιου που δεν είναι μουσικός.

Τέλος αυτό που συνέβη με τις ηχογραφήσεις και την αναπαραγωγή είναι ότι η μουσική έγινε πιο "δημοκρατική". Δε χρειάζεται να πάω στο Μέγαρο (που μπορεί να μην έχω την οικονομική δυνατότητα ή να μην υπάρχει εκεί που ζω) για να ακούσω συμφωνική ορχήστρα, την ακούω και στο σπίτι και στο αυτοκίνητο. Αυτό αλλάζει και τη σημασία που δίνουμε στη μουσική αυτή. Δεν είναι πια κάτι το σπάνιο που δεν μπορώ να το ακούσω συχνά παρά μόνο σε συγκεκριμένους χώρους, οπότε αλλάζει και ο τρόπος που στήνω αφτί για να ακούσω μουσική. Αντίθετα η επανάληψη με βοηθά να βρω λεπτομέρειες που δε θα παρατηρούσα στη συναυλία επάνω. Στη σύγχρονη μουσική (από εμπορική μέχρι πειραματική μουσική) υπάρχει τρομερή έμφαση στη λεπτομέρεια του ήχου (αυτό ίσως σκανδαλίσει κάποιους, αλλά έτσι είναι· ακόμα και τα remix που σας έβαλα έχουν μεγάλη λεπτομέρεια στον ήχο, δεν είναι τόσο απλά και εύκολα όσο μοιάζουν). Θέλω να πιστεύω ότι σε αυτή τη στροφή συνέβαλε η δυνατότητα αναπαραγωγής.

mahler76 είπε...

Αυτό που λές για το “πρωτότυπο” στην ακρόαση κάποιου έργου και την αδυναμία ή δυσκολία στην ακρόαση άλλων ερμηνειών το έχω παρατηρήσει στον εαυτό μου. Νομίζω δε πως είναι πολύ λογικό να συμβαίνει αυτό. Διότι όταν ακούμε μια ηχογράφηση δεκάδες ή εκατοντάδες φορές είναι πολύ εύκολο για μένα τουλάχιστο που δεν γνωρίζω από μουσική, να την "συνηθίσω" τόσο ώστε να την ακούω ως την σωστή. Ίσως θα βοηθούσε, αν κάθε φορά που θέλουμε να ακούσουμε ένα μουσικό έργο το ακούγαμε σε περισσότερες από μία εκτελέσεις.
Ευχαριστώ για άλλη μία καταπληκτική ανάρτηση.
Καλημέρα

Rowlf είπε...

Να 'σαι καλά, βρε Mahler. Εμείς ευχαριστούμε.