Ο μάγειρας κάθε τόσο θα διαβάσει στο web κάποιο κείμενο για το market share της Apple όπου κάποιος αναλυτής, δημοσιογράφος ή άλλος ειδήμων θα προβλέπει ότι είναι αναπόφευκτο να επαναληφθεί και στην περίπτωση των iPhone και iPad αυτό που συνέβη με τους Macintosh και τα PCs και θα μου το στείλει να το δω.
Τα βαριέμαι αυτά τα κείμενα και βαριέμαι να εξηγώ γιατί αυτό δε θα συμβεί και γιατί έτσι κι αλλιώς στην περίπτωση της Apple το μερίδιο αγοράς δεν έχει την ίδια σημασία που έχει για το Google ή τη Microsoft. Μια από τις καλύτερες απαντήσεις, που έτυχε να διαβάσω τελευταία, σε αυτές τις Κασσάνδρες δίνει ο Mark Sigal στο κείμενο του, Apple's segmentation strategy, and the folly of conventional wisdom.
30/9/10
23/9/10
Μουσική Διασκέδασης
Η παρέα αποτελούνταν από ανθρώπους της ηλικίας μου. Μόνη εξαίρεση ήταν εκείνη. Μπορεί να ήταν ηλικιωμένη πια, αλλά με την πρώτη ματιά καταλάβαινες πως ήταν ακόμα γεμάτη ενέργεια και πάθος. Η παρουσία της τους είχε μαγνητίσει όλους. Όμως και η ίδια πρέπει να απολάμβανε την προσοχή και το ενδιαφέρον των νεώτερών της. Κάποια στιγμή ο Γιώργος γύρισε και μου ψυθίρισε: "τη θαυμάζω και τη φοβάμαι λίγο· νομίζω ότι μπορεί με ένα μόνο βλέμμα να με διαβάσει σαν ανοιχτό βιβλίο".
Το ξεδίπλωμα της μνήμης της την οδήγησε να διηγηθεί ιστορίες για τον Τσιτσάνη και τη Μπέλλου που τους ήξερε προσωπικά. Κι από εκεί άρχισε να τραγουδάει. Με καημό και εσωτερική ένταση. Η παρέα την ακολούθησε, έπιασαν να σιγοτραγουδούν μαζί της. Μετά τα ρεμπέτικα, θυμήθηκε ηπειρώτικα τραγούδια, ο τόπος καταγωγής της, έπειτα διάφορα τραγούδια του Θεοδωράκη και δε θυμάμαι τι άλλο. Καθόμουν σιωπηλός σε μια γωνιά και παρατηρούσα πόσο πιο όμορφοι γίνονται οι άνθρωποι τέτοιες στιγμές.
Κάποια στιγμή πρόσεξε ότι δεν συμμετείχα και στράφηκε σε μένα. "Είστε κλασικός μουσικός;", ρώτησε. Έγνεψα καταφατικά. "Τι παίζετε;", "Πιάνο", "Και παίζετε μόνο από παρτιτούρα; Πως να πω: εμπειρικά παίζετε; με το αφτί;". Κάθε άλλη απάντηση θα απαιτούσε εξήγηση το μήκος της οποίας θα ξενέρωνε την παρέα κι έτσι απάντησα ένα ξερό "Όχι, μόνο από παρτιτούρα". Όμως εκείνη επέμενε, "Και όταν ακούτε μουσική, τι ακούτε;", "Ακούω κυρίως σύγχρονη μουσική". "Τι εννοείτε;", ρώτησε. Εξήγησα όσο πιο σύντομα μπορούσα ―οι άλλοι είχαν ήδη αρχίσει να κοιτούν περίεργα. "Ναι, αλλά όταν θέλετε να διασκεδάσετε τι μουσική ακούτε;". Την κοίταξα χωρίς να πω τίποτα. Σαν να με είχε διαβάσει απάντησε μόνη της, "Αυτή η μουσική που λέτε είναι η διασκέδασή σας". Έγνεψα ναι. Κοιταχτήκαμε στα μάτια για μερικές στιγμές ακόμα και ύστερα γύρισε στην παρέα. Ήμουν χαμένη περίπτωση, μπορεί το κέφι τους να με έκανε να χαμογελώ με συμπάθεια, αλλά τα τραγούδια τους δεν ήταν ικανά να με διασκεδάσουν.
Ο Μωρίς Ραβέλ έχει πει ότι αυτό που τον ένοιαζε καθώς έγραφε το κοντσέρτο για πιάνο, ήταν να γράψει μουσική που θα διασκεδάσει. Μπορεί η μουσική του να μην οδηγεί τα πλήθη να βαράνε παλαμάκια, να ανέβουν στα τραπέζια και τις πίστες, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν εννοώ έτσι την διασκέδαση. Όσο και αν δεν το καταλαβαίνουν πολλοί εγώ διασκεδάζω με αυτό:
Maurice Ravel: Piano Concerto, II. Adagio assai
Το ξεδίπλωμα της μνήμης της την οδήγησε να διηγηθεί ιστορίες για τον Τσιτσάνη και τη Μπέλλου που τους ήξερε προσωπικά. Κι από εκεί άρχισε να τραγουδάει. Με καημό και εσωτερική ένταση. Η παρέα την ακολούθησε, έπιασαν να σιγοτραγουδούν μαζί της. Μετά τα ρεμπέτικα, θυμήθηκε ηπειρώτικα τραγούδια, ο τόπος καταγωγής της, έπειτα διάφορα τραγούδια του Θεοδωράκη και δε θυμάμαι τι άλλο. Καθόμουν σιωπηλός σε μια γωνιά και παρατηρούσα πόσο πιο όμορφοι γίνονται οι άνθρωποι τέτοιες στιγμές.
Κάποια στιγμή πρόσεξε ότι δεν συμμετείχα και στράφηκε σε μένα. "Είστε κλασικός μουσικός;", ρώτησε. Έγνεψα καταφατικά. "Τι παίζετε;", "Πιάνο", "Και παίζετε μόνο από παρτιτούρα; Πως να πω: εμπειρικά παίζετε; με το αφτί;". Κάθε άλλη απάντηση θα απαιτούσε εξήγηση το μήκος της οποίας θα ξενέρωνε την παρέα κι έτσι απάντησα ένα ξερό "Όχι, μόνο από παρτιτούρα". Όμως εκείνη επέμενε, "Και όταν ακούτε μουσική, τι ακούτε;", "Ακούω κυρίως σύγχρονη μουσική". "Τι εννοείτε;", ρώτησε. Εξήγησα όσο πιο σύντομα μπορούσα ―οι άλλοι είχαν ήδη αρχίσει να κοιτούν περίεργα. "Ναι, αλλά όταν θέλετε να διασκεδάσετε τι μουσική ακούτε;". Την κοίταξα χωρίς να πω τίποτα. Σαν να με είχε διαβάσει απάντησε μόνη της, "Αυτή η μουσική που λέτε είναι η διασκέδασή σας". Έγνεψα ναι. Κοιταχτήκαμε στα μάτια για μερικές στιγμές ακόμα και ύστερα γύρισε στην παρέα. Ήμουν χαμένη περίπτωση, μπορεί το κέφι τους να με έκανε να χαμογελώ με συμπάθεια, αλλά τα τραγούδια τους δεν ήταν ικανά να με διασκεδάσουν.
Ο Μωρίς Ραβέλ έχει πει ότι αυτό που τον ένοιαζε καθώς έγραφε το κοντσέρτο για πιάνο, ήταν να γράψει μουσική που θα διασκεδάσει. Μπορεί η μουσική του να μην οδηγεί τα πλήθη να βαράνε παλαμάκια, να ανέβουν στα τραπέζια και τις πίστες, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν εννοώ έτσι την διασκέδαση. Όσο και αν δεν το καταλαβαίνουν πολλοί εγώ διασκεδάζω με αυτό:
Maurice Ravel: Piano Concerto, II. Adagio assai
12/9/10
Μια καλλιτεχνική ανάρτηση
Επειδή είμαι λίγο αργός και δεν τα πιάνω εύκολα, εξηγήστε μου απλά, με δικά σας λόγια ποια είναι η διαφορά ανάμεσα σε έναν Καλλιτεχνικό Διευθυντή και έναν Καλλιτεχνικό Σύμβουλο και γιατί κανείς να προτιμήσει τον δεύτερο;
UPDATE:
Μαζί με τα ευχάριστα από το ΜΜΘ, διαβάζω και άλλα ευχάριστα καλλιτεχνικά-καπιταλιστικά. Τελικά πρέπει να παραδεχθώ ότι μπορεί να σκέφτομαι όταν την βλέπω στην τηλεόραση "Πω πω, μα τι συμπεθέρα!", αλλά η Λούκα κρύβει μέσα της μια τρελή αλτερνατίβα.
UPDATE:
Μαζί με τα ευχάριστα από το ΜΜΘ, διαβάζω και άλλα ευχάριστα καλλιτεχνικά-καπιταλιστικά. Τελικά πρέπει να παραδεχθώ ότι μπορεί να σκέφτομαι όταν την βλέπω στην τηλεόραση "Πω πω, μα τι συμπεθέρα!", αλλά η Λούκα κρύβει μέσα της μια τρελή αλτερνατίβα.
11/9/10
Το βάρβαρο παρελθόν
Ακούω μουσική του ιαπωνικής καταγωγής αμερικανού συνθέτη Steven Kazuo Takasugi. Η χάρη και η εκφραστική δύναμή της πραγματικά με εντυπωσιάζουν. Σκέφτομαι ότι μπροστά σε αυτό το μείγμα ιαπωνικής-αμερικανικής κομψότητας, το δοξασμένο πτώμα που ονομάζουμε κλασική μουσική μοιάζει με κάτι χοντροκομμένο και κακόγουστο.
(Στο link παραπάνω εκτός από βιογραφικά στοιχεία, θα βρείτε πληροφορίες για να κατεβάσετε μουσική του Takasugi).
(Στο link παραπάνω εκτός από βιογραφικά στοιχεία, θα βρείτε πληροφορίες για να κατεβάσετε μουσική του Takasugi).
7/9/10
Αρχές Ενορχήστρωσης
O Νικολάι Ρίμσκι-Κόρσακοφ είναι χωρίς αμφιβολία ο μεγαλύτερος δάσκαλος ενορχήστρωσης του 19ου αιώνα. Σημαντικό έργο των τελευταίων χρόνων της ζωής του είναι το σύγγραμμά του "Αρχές Ενορχήστρωσης", ένα θεωρητικό έργο που αν προλάβαινε να ολοκληρώσει όπως το σχεδίαζε θα είχε κολοσσιαίες διαστάσεις.
Όταν σπούδαζα είχα αγοράσει την αγγλική μετάφραση αυτού του έργου στην έκδοση της Dover. Το είχα ξεφυλλίσει βιαστικά μερικές φορές και μετά το έβαλα στην άκρη. Απεριόριστος χρόνος δεν υπήρχε, το κείμενο έδειχνε την ηλικία του και υπήρχαν άλλα βιβλία που μου ήταν πολύ πιο χρήσιμα στην μελέτη του αντικειμένου, που εξάλλου είναι στο μεγαλύτερο βαθμό πρακτική, δε μαθαίνεις τόσο διαβάζοντας εγχειρίδια, όσο μελετώντας παρτιτούρες και ενορχηστρώνοντας. Το βιβλίο το είχα ξεχάσει και μάζευε σκόνη στη βιβλιοθήκη μου.
Μέσα στο καλοκαίρι αποφάσισα πως ήταν καιρός να το προσέξω λίγο περισσότερο. Διαβάζοντας το απόσπασμα της εισαγωγής της πρώτης έκδοσης του έργου όπως υπάρχει στην αγγλική μετάφραση των εκδόσεων Dover σκέφτηκα ότι είναι εξαιρετικό συμπλήρωμα στην κριτική που έχουμε κάνει παλαιότερα στις ενορχηστρώσεις του Σαίνμπεργκ, του Ραβέλ, του Βέμπερν και του Στοκόφσκι. Νομίζω ότι ο Κόρσακοφ δικαιώνει την κριτική μας στο θέμα αυτό (και σημειώνω ότι τουλάχιστον εγώ ―αλλά το πιθανότερο και ο Σουηδός μάγειρας― όταν έγραφα εκείνες τις αναρτήσεις δεν είχα υπόψη μου αυτό το κείμενο).
Ευτυχώς στα Google Books υπάρχουν αποσπάσματα της ίδιας έκδοσης που έχω. Ανάμεσα σε αυτά είναι και ο Πρόλογος κι έτσι γλιτώνω να πληκτρολογήσω το κείμενο. Διαβάστε λοιπόν τις θέσεις του Κόρσακοφ για την ενορχήστρωση παρακάτω.
Το κείμενο χωρίζεται σε δυο ενότητες. Στο πρώτο μισό ο Κόρσακοφ ασχολείται με πιο γενικά, αισθητικά και καλλιτεχνικά ζητήματα, παρουσιάζει πως ο ίδιος προσεγγίζει και αντιλαμβάνεται το αντικείμενο. Στο δεύτερο μισό καταπιάνεται με πιο πρακτικά θέματα. Αυτό που διαπίστωσα διαβάζοντάς το είναι ότι οι βασικές αισθητικές και καλλιτεχνικές αρχές που εκθέτει, είναι σε μεγάλο βαθμό ακόμα σε ισχύ. Όμως πέρα από αυτές τις βασικές θέσεις υπάρχουν αρκετά σημεία κυρίως στο δεύτερο μισό όπου η ηλικία του κειμένου δημιουργεί απορίες και προβληματισμό στον σύγχρονο αναγνώστη. Υπήρξαν πράγματα που μου έκαναν εντύπωση όταν τα διάβασα και που δεν είμαι σίγουρος ότι καταλαβαίνω τι ακριβώς οδήγησε τον Κόρσακοφ να τα γράψει (μετά από λίγη σκέψη κατάφερα να σχηματίσω κάποιες πιθανές εξηγήσεις).
Ενδιαφέρον έχει το πως ο Ρίμσκι-Κόρσακοφ, σύγχρονός τους καλλιτέχνης, αντιπαραραθέτει τις περιπτώσεις των Βάγκνερ-Μπραμς σε σχέση με την ενορχήστρωση αλλά και γενικότερα το πως αξιολογεί τους συναδέλφους του (πχ δίπλα στους Βάγκνερ, Λιστ, Τσαϊκόφσκι, τοποθετείται και ο Ντελίμπ, ένας ελάσσονος σημασίας συνθέτης για εμάς σήμερα). Ο θαυμασμός του Κόρσακοφ για τη μουσική του Βάγκνερ δεν εκπλήσσει καθόλου. Οι καινοτομίες του Βάγκνερ στον τομέα αυτό είχαν εντυπωσιάσει πολλούς συναδέλφους του σε τέτοιο σημείο ώστε να κάνουν αόρατους τους συχνούς αμφιλεγόμενους ενορχηστρωτικούς χειρισμούς του (ετοιμάζω ανάρτηση ειδικά για αυτό το θέμα). Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα επίσης είναι η παρατήρησή του ότι η μουσική σκέψη του Μπραμς (και άλλων συνθετών) από τη φύση της δεν στρέφεται τόσο στο ηχόχρωμα.
Για την ενορχήστρωση ως μια πρακτική που εφαρμόζεται αποσπασμένη από τη δημιουργική διαδικασία της σύνθεσης είναι κατηγορηματικός (όπως κι εμείς): "[It] is an undesirable practice. Many musicians have made this mistake and persist in it". (ίσως ο Στοκόφσκι ήξερε κάτι περισσότερο).
Με απορία και έκπληξη αντιμετώπισα αρκετά σημεία του κειμένου από την παράθεση των αξιωμάτων του και έπειτα. Επισημαίνω και σχολιάζω:
Αυτό που βρίσκω ότι είναι με διαφορά το πιο περίεργο από όσα γράφει είναι τα στάδια από τα οποία λέει ότι περνάει κάποιος που μαθαίνει ενορχήστρωση. Ο νιούφης ενορχηστρωτής λοιπόν κατά τον Κόρσακοφ περνάει μια φάση που τον ενθουσιάζουν τα κρουστά, μετά την καταβρίσκει με την άρπα, μετά περνάει στα πνευστά για να καταλήξει όταν ωριμάσει ότι η πιο ικανή ορχηστρική ομάδα είναι τα έγχορδα.
Ομολογώ ότι δεν πέρασα αυτά τα στάδια και όταν διάβασα για πρώτη φορά το κείμενο βρήκα τελείως αυθαίρετη τη σειρά. Με ποια λογική προκύπτει αυτή; Ρώτησα τον Σουηδό και άλλους συναδέλφους αλλά κανένας δε θυμάται να πέρασε από κάτι τέτοιο. Επιπλέον δεν σκέφτομαι καμιά ορχηστρική ομάδα ως πιο εκφραστική από τις άλλες, δεν αισθάνομαι την ανάγκη να κάνω κάποια τέτοια αξιολόγηση.
Μια εξήγηση που σκέφτηκα κατόπιν έχει να κάνει με την ηλικία του κειμένου. Εκείνη την εποχή τα πνευστά και ειδικότερα τα χάλκινα μόλις έχουν αρχίσει να σταθεροποιούνται μετά τις κατασκευαστικές και τεχνικές βελτιώσεις τους κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Το ίδιο συμβαίνει και με τα κρουστά. Προστίθενται συνεχώς νέα κρουστά όργανα με νέες δυνατότητες που νωρίτερα κανείς δε φανταζόταν. Επόμενο είναι να υπάρχει ενθουσιασμός για αυτά τα νέα μέσα. Τα έγχορδα από την άλλη είναι η ιστορικά πιο δοκιμασμένη ομάδα. Ο νέος, άπειρος ενορχηστρωτής είναι πιθανόν να στραφεί στα νέα μέσα με τα οποία μπορεί να προκαλέσει αποτελέσματα που θα εντυπωσιάσουν πολύ πιο εύκολα λόγω της καινοτομίας τους. (Η εξήγηση αυτή δε με ικανοποιεί ιδιαίτερα, αλλά αυτό μπόρεσα να σκεφτώ, αν κάποιος έχει κάτι καλύτερο…)
Τέλος μεγάλο ενδιαφέρον για παρόμοιους λόγους έχει και ο κατάλογος έργων/συνθετών που προτείνει για μελέτη (ειδικά οι παρατηρήσεις για τον Μότσαρτ και τον Μπετόβεν!).
For what it's worth…
…ακολουθεί μια άσκηση ιστορικής ενορχήστρωσης από τα φοιτητικά μου χρόνια.
Αρκετά ταιριαστά με το κείμενο της ανάρτησης πρόκειται για ένα πρελούντιο για πιάνο του Ανατόλι Λιάντοφ, ελάσσονος Ρώσου συνθέτη, σύγχρονου του Rimsky-Korsakov.
Πρώτα το πρωτότυπο για πιάνο. Παίζει ο Stephen Coombs (που δε μου αρέσει καθόλου, πολύ γαλατικής αβρότητας και ευαισθησίας ερμηνεία για ρωσική μουσική, αλλά αυτή βρήκα, αυτή θα ακούσετε).
Και ακολουθεί η ενορχηστρωμένη εκδοχή. Προειδοποιώ για να μη φρικάρει κανένας ότι φυσικά δεν πρόκειται για πραγματική ορχήστρα, αλλά για υπολογιστή (βασικά αυτό που καταφέρνει να παίξει από την παρτιτούρα το Finale). Σε αντίθεση με το πιο πάνω… γλαφυρό παίξιμο, παρακάτω η "ερμηνευτική ευαισθησία" τείνει στο μηδέν. Θεωρείστε το κάτι σα μουσική μακέτα. Δεν ισχυρίζομαι ότι πρόκειται για κανένα ενορχηστρωτικό θαύμα. Θεωρώ όμως ότι είναι μια καθόλα σωστή ενορχήστρωση. Μια ιστορικά και στιλιστικά πιστή ενορχήστρωση.
Όταν σπούδαζα είχα αγοράσει την αγγλική μετάφραση αυτού του έργου στην έκδοση της Dover. Το είχα ξεφυλλίσει βιαστικά μερικές φορές και μετά το έβαλα στην άκρη. Απεριόριστος χρόνος δεν υπήρχε, το κείμενο έδειχνε την ηλικία του και υπήρχαν άλλα βιβλία που μου ήταν πολύ πιο χρήσιμα στην μελέτη του αντικειμένου, που εξάλλου είναι στο μεγαλύτερο βαθμό πρακτική, δε μαθαίνεις τόσο διαβάζοντας εγχειρίδια, όσο μελετώντας παρτιτούρες και ενορχηστρώνοντας. Το βιβλίο το είχα ξεχάσει και μάζευε σκόνη στη βιβλιοθήκη μου.
Μέσα στο καλοκαίρι αποφάσισα πως ήταν καιρός να το προσέξω λίγο περισσότερο. Διαβάζοντας το απόσπασμα της εισαγωγής της πρώτης έκδοσης του έργου όπως υπάρχει στην αγγλική μετάφραση των εκδόσεων Dover σκέφτηκα ότι είναι εξαιρετικό συμπλήρωμα στην κριτική που έχουμε κάνει παλαιότερα στις ενορχηστρώσεις του Σαίνμπεργκ, του Ραβέλ, του Βέμπερν και του Στοκόφσκι. Νομίζω ότι ο Κόρσακοφ δικαιώνει την κριτική μας στο θέμα αυτό (και σημειώνω ότι τουλάχιστον εγώ ―αλλά το πιθανότερο και ο Σουηδός μάγειρας― όταν έγραφα εκείνες τις αναρτήσεις δεν είχα υπόψη μου αυτό το κείμενο).
Ευτυχώς στα Google Books υπάρχουν αποσπάσματα της ίδιας έκδοσης που έχω. Ανάμεσα σε αυτά είναι και ο Πρόλογος κι έτσι γλιτώνω να πληκτρολογήσω το κείμενο. Διαβάστε λοιπόν τις θέσεις του Κόρσακοφ για την ενορχήστρωση παρακάτω.
Το κείμενο χωρίζεται σε δυο ενότητες. Στο πρώτο μισό ο Κόρσακοφ ασχολείται με πιο γενικά, αισθητικά και καλλιτεχνικά ζητήματα, παρουσιάζει πως ο ίδιος προσεγγίζει και αντιλαμβάνεται το αντικείμενο. Στο δεύτερο μισό καταπιάνεται με πιο πρακτικά θέματα. Αυτό που διαπίστωσα διαβάζοντάς το είναι ότι οι βασικές αισθητικές και καλλιτεχνικές αρχές που εκθέτει, είναι σε μεγάλο βαθμό ακόμα σε ισχύ. Όμως πέρα από αυτές τις βασικές θέσεις υπάρχουν αρκετά σημεία κυρίως στο δεύτερο μισό όπου η ηλικία του κειμένου δημιουργεί απορίες και προβληματισμό στον σύγχρονο αναγνώστη. Υπήρξαν πράγματα που μου έκαναν εντύπωση όταν τα διάβασα και που δεν είμαι σίγουρος ότι καταλαβαίνω τι ακριβώς οδήγησε τον Κόρσακοφ να τα γράψει (μετά από λίγη σκέψη κατάφερα να σχηματίσω κάποιες πιθανές εξηγήσεις).
Ενδιαφέρον έχει το πως ο Ρίμσκι-Κόρσακοφ, σύγχρονός τους καλλιτέχνης, αντιπαραραθέτει τις περιπτώσεις των Βάγκνερ-Μπραμς σε σχέση με την ενορχήστρωση αλλά και γενικότερα το πως αξιολογεί τους συναδέλφους του (πχ δίπλα στους Βάγκνερ, Λιστ, Τσαϊκόφσκι, τοποθετείται και ο Ντελίμπ, ένας ελάσσονος σημασίας συνθέτης για εμάς σήμερα). Ο θαυμασμός του Κόρσακοφ για τη μουσική του Βάγκνερ δεν εκπλήσσει καθόλου. Οι καινοτομίες του Βάγκνερ στον τομέα αυτό είχαν εντυπωσιάσει πολλούς συναδέλφους του σε τέτοιο σημείο ώστε να κάνουν αόρατους τους συχνούς αμφιλεγόμενους ενορχηστρωτικούς χειρισμούς του (ετοιμάζω ανάρτηση ειδικά για αυτό το θέμα). Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα επίσης είναι η παρατήρησή του ότι η μουσική σκέψη του Μπραμς (και άλλων συνθετών) από τη φύση της δεν στρέφεται τόσο στο ηχόχρωμα.
Για την ενορχήστρωση ως μια πρακτική που εφαρμόζεται αποσπασμένη από τη δημιουργική διαδικασία της σύνθεσης είναι κατηγορηματικός (όπως κι εμείς): "[It] is an undesirable practice. Many musicians have made this mistake and persist in it". (ίσως ο Στοκόφσκι ήξερε κάτι περισσότερο).
Με απορία και έκπληξη αντιμετώπισα αρκετά σημεία του κειμένου από την παράθεση των αξιωμάτων του και έπειτα. Επισημαίνω και σχολιάζω:
Ι. In the orchestra there is no such thing as ugly quality of tone.Περίεργη παρατήρηση. Υπό μια έννοια έχει δίκιο, με τον ίδιο τρόπο που θα λέγαμε ότι δεν υπάρχει άσχημο χρώμα. Αλλά αυτό που μας ενδιαφέρει στην ενορχήστρωση δεν είναι να δούμε στατικά και αποσπασματικά στιγμές ηχοχρώματος αλλά τη διαμόρφωση της φασματικής/ηχοχρωματικής συνέχειας· και εκεί υπάρχουν επιτυχημένες και αποτυχημένες συνέχειες.
ΙΙ. Orchestral writing should be easy to play etcΣε αυτό έχει απόλυτο δίκιο και είναι κάτι που νομίζω ότι ένας δάσκαλος ενορχήστρωσης πρέπει να τονίζει αδιαλείπτως. Όμως δυστυχώς δεν συναντάει πια κανείς τόσο συχνά δασκάλους που να επιμένουν σε αυτό.
ΙΙΙ. A work should be written for the size etcΑυτό νομίζω ότι δε μας πολυαφορά σήμερα καθώς τα όργανα της συμφωνικής ορχήστρας ακολουθούν πια συγκεκριμένα standards (υπάρχουν κάποιες κατασκευαστικές διαφοροποιήσεις σε κάποια όργανα πχ από Ευρώπη σε ΗΠΑ, αλλά τίποτα τόσο σημαντικό που να χρειάζεται ειδικούς χειρισμούς για αυτόν που ενορχηστρώνει). Πάντως αυτό με τις περίεργες τονικότητες (εννοεί υποθέτω κυρίως στα χάλκινα) που συμβουλεύει να μη γίνεται μου έφερε στο μυαλό το ίνδαλμά του, τον Βάγκνερ που κάνει κάτι τέτοια σε κάποια έργα (αλλά υποθέτω αν θαυμάζει κανείς τη μουσική του κάνει τα στραβά μάτια σε αυτά).
Αυτό που βρίσκω ότι είναι με διαφορά το πιο περίεργο από όσα γράφει είναι τα στάδια από τα οποία λέει ότι περνάει κάποιος που μαθαίνει ενορχήστρωση. Ο νιούφης ενορχηστρωτής λοιπόν κατά τον Κόρσακοφ περνάει μια φάση που τον ενθουσιάζουν τα κρουστά, μετά την καταβρίσκει με την άρπα, μετά περνάει στα πνευστά για να καταλήξει όταν ωριμάσει ότι η πιο ικανή ορχηστρική ομάδα είναι τα έγχορδα.
Ομολογώ ότι δεν πέρασα αυτά τα στάδια και όταν διάβασα για πρώτη φορά το κείμενο βρήκα τελείως αυθαίρετη τη σειρά. Με ποια λογική προκύπτει αυτή; Ρώτησα τον Σουηδό και άλλους συναδέλφους αλλά κανένας δε θυμάται να πέρασε από κάτι τέτοιο. Επιπλέον δεν σκέφτομαι καμιά ορχηστρική ομάδα ως πιο εκφραστική από τις άλλες, δεν αισθάνομαι την ανάγκη να κάνω κάποια τέτοια αξιολόγηση.
Μια εξήγηση που σκέφτηκα κατόπιν έχει να κάνει με την ηλικία του κειμένου. Εκείνη την εποχή τα πνευστά και ειδικότερα τα χάλκινα μόλις έχουν αρχίσει να σταθεροποιούνται μετά τις κατασκευαστικές και τεχνικές βελτιώσεις τους κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Το ίδιο συμβαίνει και με τα κρουστά. Προστίθενται συνεχώς νέα κρουστά όργανα με νέες δυνατότητες που νωρίτερα κανείς δε φανταζόταν. Επόμενο είναι να υπάρχει ενθουσιασμός για αυτά τα νέα μέσα. Τα έγχορδα από την άλλη είναι η ιστορικά πιο δοκιμασμένη ομάδα. Ο νέος, άπειρος ενορχηστρωτής είναι πιθανόν να στραφεί στα νέα μέσα με τα οποία μπορεί να προκαλέσει αποτελέσματα που θα εντυπωσιάσουν πολύ πιο εύκολα λόγω της καινοτομίας τους. (Η εξήγηση αυτή δε με ικανοποιεί ιδιαίτερα, αλλά αυτό μπόρεσα να σκεφτώ, αν κάποιος έχει κάτι καλύτερο…)
Τέλος μεγάλο ενδιαφέρον για παρόμοιους λόγους έχει και ο κατάλογος έργων/συνθετών που προτείνει για μελέτη (ειδικά οι παρατηρήσεις για τον Μότσαρτ και τον Μπετόβεν!).
For what it's worth…
…ακολουθεί μια άσκηση ιστορικής ενορχήστρωσης από τα φοιτητικά μου χρόνια.
Αρκετά ταιριαστά με το κείμενο της ανάρτησης πρόκειται για ένα πρελούντιο για πιάνο του Ανατόλι Λιάντοφ, ελάσσονος Ρώσου συνθέτη, σύγχρονου του Rimsky-Korsakov.
Πρώτα το πρωτότυπο για πιάνο. Παίζει ο Stephen Coombs (που δε μου αρέσει καθόλου, πολύ γαλατικής αβρότητας και ευαισθησίας ερμηνεία για ρωσική μουσική, αλλά αυτή βρήκα, αυτή θα ακούσετε).
Και ακολουθεί η ενορχηστρωμένη εκδοχή. Προειδοποιώ για να μη φρικάρει κανένας ότι φυσικά δεν πρόκειται για πραγματική ορχήστρα, αλλά για υπολογιστή (βασικά αυτό που καταφέρνει να παίξει από την παρτιτούρα το Finale). Σε αντίθεση με το πιο πάνω… γλαφυρό παίξιμο, παρακάτω η "ερμηνευτική ευαισθησία" τείνει στο μηδέν. Θεωρείστε το κάτι σα μουσική μακέτα. Δεν ισχυρίζομαι ότι πρόκειται για κανένα ενορχηστρωτικό θαύμα. Θεωρώ όμως ότι είναι μια καθόλα σωστή ενορχήστρωση. Μια ιστορικά και στιλιστικά πιστή ενορχήστρωση.
3/9/10
Η μεγάλη φασαρία
Θυμάμαι τη Σώτη Τριανταφύλλου να λέει σε μια συνέντευξή της ότι ως λαό μας αρέσει να φωνάζουμε, ότι κάνουμε σα κακομαθημένα που προσπαθούν να τραβήξουν την προσοχή. Παρά τη γενίκευση νομίζω ότι έχει δίκιο.
Ο Γιάννης Χρήστου ήταν ένας ιδιαίτερα ταλαντούχος συνθέτης. Από τις ιστορίες που διηγούνται για αυτόν άνθρωποι που τον ήξεραν έχω επίσης σχηματίσει την εικόνα μιας εκρηκτικής και ακραίας προσωπικότητας. Το πρώτο πράγμα που θα μου έρθει στο μυαλό όταν ακούσω το όνομά του είναι αυτό το εκστατικό σύστριγκλο, η εκτός ελέγχου μανία, που είναι και το σήμα κατατεθέν της μουσικής του.
[Αναρωτιέμαι τι θα έλεγε ο Eduard Hanslick αν ζούσε και γνώριζε τα έργα της τελευταίας περιόδου του Χρήστου. Εκεί ο Χρήστου φτάνει σε μια μεταμουσική. Ο ήχος τον ενδιαφέρει αποκλειστικά ως το μέσο με το οποίο θα προκαλέσει μια σειρά (από ακραίες) συναισθηματικές μεταπτώσεις στο ακροατήριό του. O Hanslick με του οποίου το δοκίμιο Vom Musicalisch-Schönen ουσιαστικά ξεκινά η συζήτηση περί αισθητικής στη μουσική, επέμενε ότι ο σκοπός της μουσικής δεν είναι να αναπαριστά συναισθήματα, ότι η (αισθητική) αξία ενός μουσικού έργου είναι έμφυτη στις σχέσεις του ηχητικού υλικού του χωρίς την ανάγκη αναφοράς σε κάποιο εξωμουσικό context: "Ένα δάσος μπορεί να προκαλεί αίσθημα σκιερής δροσιάς, αλλά δεν αναπαριστά το συναίσθημα της σκιερής δροσιάς".]
Σκέφτομαι λοιπόν ότι και ο Χρήστου εξέφρασε αυτό που λέει η Τριανταφύλλου, την ανάγκη μας για φασαρία και δράμα. Ας έχουμε πάντως υπόψη στην άκρη του νου μας ότι αυτή η υπερβολή που τόσο φαίνεται ότι μας συγκινεί και μας εντυπωσιάζει, σε κάποιους άλλους μπορεί να προκαλεί απορία ή να είναι απωθητική. Έχει τύχει να παρακολουθήσω συναυλία με έργα Χρήστου με παρέα ξένων φίλων (όλοι τους είχαν σχέση με σύγχρονη μουσική). Οι αντιδράσεις τους στη μουσική του ήταν αρνητικές, αμηχανία ή δυσφορία για όλη αυτή την ανεξήγητη (προαιώνια) φασαρία.
UPDATE:
Ας πω πιο καθαρά αυτό που θέλω. Ακούω συχνά διάφορες εξηγήσεις για το γιατί ο Χρήστου και το έργο του δεν είναι περισσότερο γνωστά διεθνώς. Πέρα από τον πρόωρο και απρόσμενο θάνατό του που σίγουρα συνέβαλλε πολύ, οι υπόλοιπες εξηγήσεις τείνουν στο διόλου συμπαθές είδος της συνωμοσιολογίας κατά του ενδόξου ημών έθνους.
Ο Χρήστου είναι από τους μεγαλύτερους συνθέτες μας, απλά σκέφτομαι μήπως είναι συνθέτης τοπικής σημασίας, μήπως το έργο του αφορά περισσότερο εμάς παρά ένα διεθνές κοινό.
Και κάτι ακόμα (με κίνδυνο να παρεξηγηθεί το ανακάτεμα): πριν μερικά χρόνια είχαμε στείλει στη Eurovision την Άννα Βίσση με ένα πράμα που έβγαινε στη σκηνή και χτυπιόταν αλύπητα. Θεωρούσαμε ότι το άσμα και η ερμηνεία ήταν αμφότερα θεϊκά και πέσαμε από τα σύννεφα όταν στο τέλος πατώσαμε. Η εξήγησή μας και τότε κατέφυγε σε σενάρια συνωμοσίας, οι χώρες του βορά είχαν συνασπιστεί και δε συμμαζεύεται. Το ενδεχόμενο απλά να μην άρεσε στους άλλους η επί σκηνής αυτοϊκανοποίηση της αοιδού, δεν μας πέρασε από το νου διότι αυτό το σκούζω-μέχρι-να-μου-βγει-το-λαρύγγι-στο-χέρι για εμάς ήταν ένδειξη ότι η ερμηνεύτρια "τα έδινε όλα".
Δεν εννοώ φυσικά ότι η Βίσση κι ο Χρήστου είναι το ίδιο, αλλά ότι σε τελείως διαφορετικά επίπεδα έχουν εκφράσει αυτή την πλευρά μας.
Ο Γιάννης Χρήστου ήταν ένας ιδιαίτερα ταλαντούχος συνθέτης. Από τις ιστορίες που διηγούνται για αυτόν άνθρωποι που τον ήξεραν έχω επίσης σχηματίσει την εικόνα μιας εκρηκτικής και ακραίας προσωπικότητας. Το πρώτο πράγμα που θα μου έρθει στο μυαλό όταν ακούσω το όνομά του είναι αυτό το εκστατικό σύστριγκλο, η εκτός ελέγχου μανία, που είναι και το σήμα κατατεθέν της μουσικής του.
[Αναρωτιέμαι τι θα έλεγε ο Eduard Hanslick αν ζούσε και γνώριζε τα έργα της τελευταίας περιόδου του Χρήστου. Εκεί ο Χρήστου φτάνει σε μια μεταμουσική. Ο ήχος τον ενδιαφέρει αποκλειστικά ως το μέσο με το οποίο θα προκαλέσει μια σειρά (από ακραίες) συναισθηματικές μεταπτώσεις στο ακροατήριό του. O Hanslick με του οποίου το δοκίμιο Vom Musicalisch-Schönen ουσιαστικά ξεκινά η συζήτηση περί αισθητικής στη μουσική, επέμενε ότι ο σκοπός της μουσικής δεν είναι να αναπαριστά συναισθήματα, ότι η (αισθητική) αξία ενός μουσικού έργου είναι έμφυτη στις σχέσεις του ηχητικού υλικού του χωρίς την ανάγκη αναφοράς σε κάποιο εξωμουσικό context: "Ένα δάσος μπορεί να προκαλεί αίσθημα σκιερής δροσιάς, αλλά δεν αναπαριστά το συναίσθημα της σκιερής δροσιάς".]
Σκέφτομαι λοιπόν ότι και ο Χρήστου εξέφρασε αυτό που λέει η Τριανταφύλλου, την ανάγκη μας για φασαρία και δράμα. Ας έχουμε πάντως υπόψη στην άκρη του νου μας ότι αυτή η υπερβολή που τόσο φαίνεται ότι μας συγκινεί και μας εντυπωσιάζει, σε κάποιους άλλους μπορεί να προκαλεί απορία ή να είναι απωθητική. Έχει τύχει να παρακολουθήσω συναυλία με έργα Χρήστου με παρέα ξένων φίλων (όλοι τους είχαν σχέση με σύγχρονη μουσική). Οι αντιδράσεις τους στη μουσική του ήταν αρνητικές, αμηχανία ή δυσφορία για όλη αυτή την ανεξήγητη (προαιώνια) φασαρία.
UPDATE:
Ας πω πιο καθαρά αυτό που θέλω. Ακούω συχνά διάφορες εξηγήσεις για το γιατί ο Χρήστου και το έργο του δεν είναι περισσότερο γνωστά διεθνώς. Πέρα από τον πρόωρο και απρόσμενο θάνατό του που σίγουρα συνέβαλλε πολύ, οι υπόλοιπες εξηγήσεις τείνουν στο διόλου συμπαθές είδος της συνωμοσιολογίας κατά του ενδόξου ημών έθνους.
Ο Χρήστου είναι από τους μεγαλύτερους συνθέτες μας, απλά σκέφτομαι μήπως είναι συνθέτης τοπικής σημασίας, μήπως το έργο του αφορά περισσότερο εμάς παρά ένα διεθνές κοινό.
Και κάτι ακόμα (με κίνδυνο να παρεξηγηθεί το ανακάτεμα): πριν μερικά χρόνια είχαμε στείλει στη Eurovision την Άννα Βίσση με ένα πράμα που έβγαινε στη σκηνή και χτυπιόταν αλύπητα. Θεωρούσαμε ότι το άσμα και η ερμηνεία ήταν αμφότερα θεϊκά και πέσαμε από τα σύννεφα όταν στο τέλος πατώσαμε. Η εξήγησή μας και τότε κατέφυγε σε σενάρια συνωμοσίας, οι χώρες του βορά είχαν συνασπιστεί και δε συμμαζεύεται. Το ενδεχόμενο απλά να μην άρεσε στους άλλους η επί σκηνής αυτοϊκανοποίηση της αοιδού, δεν μας πέρασε από το νου διότι αυτό το σκούζω-μέχρι-να-μου-βγει-το-λαρύγγι-στο-χέρι για εμάς ήταν ένδειξη ότι η ερμηνεύτρια "τα έδινε όλα".
Δεν εννοώ φυσικά ότι η Βίσση κι ο Χρήστου είναι το ίδιο, αλλά ότι σε τελείως διαφορετικά επίπεδα έχουν εκφράσει αυτή την πλευρά μας.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)