Τελικά έχει τόσο μεγάλη διαφορά ότι ο ένας ήθελε να ράψει πάνω στον ρομαντισμό την καραγκούνα, ενώ ο άλλος προσπαθούσε να γαζώσει τον τσάμικο με τον εξπρεσιονισμό;
Οφείλω να πω ότι ο τίτλος δεν είναι δικός μου. Τη φράση την έχει πει ο αδερφός του Statler που είναι εικαστικός.
Είχα διαβάσει κάπου μια πετυχημένη περιγραφή για τον Σκαλκώτα. Πήγαινε κάπως έτσι: ο Νίκος Σκαλκώτας υπήρξε ένας σύγχρονος Προμηθέας της ελληνικής μουσικής. Αφού σπούδασε δίπλα στον Schoenberg στο Βερολίνο επέστρεψε στην Αθήνα φέρνοντας μαζί του ένα δώρο που κανείς δεν ήθελε.
Το σχόλιο της κύριας ανάρτησης αναφέρεται βέβαια όχι στο σύνολο των έργων του Σκαλκώτα αλλά σε εκείνα που μέσα στο ατονικό ιδίωμα τρυπώνουν θέματα της δημοτικής παράδοσης.
Και το ερώτημα που όταν ακούω αυτή τη μουσική πάντα έρχεται μόνο του είναι: Είναι ο ρομαντισμός (περίπτωση Καλομοίρη) ή ο εξπρεσιονισμός (Σκαλκώτας) ο καλύτερος καμβάς για να τοποθετηθούν αυτά τα θέματα;
Τα κινήματα αυτά (ρομαντισμός, εξπρεσιονισμός) ήταν προϊόντα συγκεκριμένων χώρων που είχαν τις αναζητήσεις τους. Πως κολλάει στο context των αισθητικών αναζητήσεων του ρομαντισμού ή του εξπρεσιονισμού η καραγκούνα; Η διαπίστωση "μου αρέσει ο Βάγκνερ, μου αρέσουν επίσης τα κλαρίνα και τα νταούλια" δε συνεπάγεται ότι τα δυο θα ταιριάζουν μια χαρά μεταξύ τους.
Στην πορεία της λόγιας ελληνικής παράδοσης υπάρχει ένα μόνιμο πρόβλημα: η αναζήτηση της ελληνικότητας. Ομολογώ ότι αδυνατώ να αντιληφθώ τι ακριβώς σημαίνει αυτό, γιατί θεωρείται τόσο σημαντικό και τέλος πάντων γιατί οι περισσότεροι πιστέψανε ότι ο μόνος τρόπος να οριστεί αυτή η ρημάδα η "ελληνικότητα" ήταν με το να περιοριστεί με αυτιστική επιμονή στο φολκλόρ. (Ξέρω θα μου απαντήσετε για τα κινήματα των εθνικών σχολών. Όσο και αν έχω προσπαθήσει δεν το καταλαβαίνω).
Ακόμα κι αν δεχτώ για χάρη της συζήτησης ότι στο φολκλόρ βρίσκεται όλη η ουσία της ελληνικότητας, είναι εντυπωσιακό ότι οι τρόποι που "λογιοποιήθηκε" το φολκλόρ ήταν πάντα απίστευτα κακοί, ενώ ταυτόχρονα η κριτική μας ικανότητα μπροστά στα εκτρώματα αυτής της παραγωγής υποχωρούσε άτακτα προκειμένου να εξυπηρετηθεί αυτή η κατεπείγουσα ανάγκη για ύπαρξη ελληνικότητας. Τέτοιο να 'ναι κι ό,τι να 'ναι.
Ειδικά στη χαμουτζία έχουν πάθει μεγάλη ζημιά με αυτή την ιστορία, εδώ εις την παγερή Βουλγαρία την γλιτώσαμε αρκετά πιο ελαφρά.
Πολύ πετυχημένος ο τίτλος όντως (σηκώνει κοπιράιτ). Η διαμάχη που ακόμα σοβεί (αν και ο νικητής είναι πλέον αδιαμφισβήτητος) ανάμεσα στον Καλομοίρη και το Σκαλκώτα θυμίζει κάτι από τις πάλαι ποτέ θερμές συζητήσεις στα κοινωνικά και ακαδημαϊκά σαλόνια των Αθηνών περί ποιήσεως Παλαμά και Καβάφη (αντρίκιες κουβέντες βέβαια, ενώ οι κυρίες έπαιζαν κουνκάν). Ποιος εκφράζει καλύτερα την ελληνικότητα, ποιος θα μείνει στους αιώνες, ποιος θα ξεχαστεί κτλ. Αβαντάριζε ο Ξενόπουλος τον Καβάφη, του έβαζε τρικλοποδιά ο Κατσίμπαλης και δώσ'του απ' την αρχή.
Η ιστορία πάντως δείχνει ότι η λεγόμενη ελληνικότητα (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) παραδόξως εκφράζεται καλύτερα από ανθρώπους με λιγότερο ελληνοκεντρικό και περισσότερο εθνικά εξωστρεφές προφίλ.
3 σχόλια:
Εξαιρετικό σχόλιο. Όχι, ουσιαστική διαφορά δεν έχει. Απλώς ο ένας γάζωνε καλύτερα από ότι ο άλλος έραβε.
Οφείλω να πω ότι ο τίτλος δεν είναι δικός μου. Τη φράση την έχει πει ο αδερφός του Statler που είναι εικαστικός.
Είχα διαβάσει κάπου μια πετυχημένη περιγραφή για τον Σκαλκώτα. Πήγαινε κάπως έτσι: ο Νίκος Σκαλκώτας υπήρξε ένας σύγχρονος Προμηθέας της ελληνικής μουσικής. Αφού σπούδασε δίπλα στον Schoenberg στο Βερολίνο επέστρεψε στην Αθήνα φέρνοντας μαζί του ένα δώρο που κανείς δεν ήθελε.
Το σχόλιο της κύριας ανάρτησης αναφέρεται βέβαια όχι στο σύνολο των έργων του Σκαλκώτα αλλά σε εκείνα που μέσα στο ατονικό ιδίωμα τρυπώνουν θέματα της δημοτικής παράδοσης.
Και το ερώτημα που όταν ακούω αυτή τη μουσική πάντα έρχεται μόνο του είναι: Είναι ο ρομαντισμός (περίπτωση Καλομοίρη) ή ο εξπρεσιονισμός (Σκαλκώτας) ο καλύτερος καμβάς για να τοποθετηθούν αυτά τα θέματα;
Τα κινήματα αυτά (ρομαντισμός, εξπρεσιονισμός) ήταν προϊόντα συγκεκριμένων χώρων που είχαν τις αναζητήσεις τους. Πως κολλάει στο context των αισθητικών αναζητήσεων του ρομαντισμού ή του εξπρεσιονισμού η καραγκούνα; Η διαπίστωση "μου αρέσει ο Βάγκνερ, μου αρέσουν επίσης τα κλαρίνα και τα νταούλια" δε συνεπάγεται ότι τα δυο θα ταιριάζουν μια χαρά μεταξύ τους.
Στην πορεία της λόγιας ελληνικής παράδοσης υπάρχει ένα μόνιμο πρόβλημα: η αναζήτηση της ελληνικότητας. Ομολογώ ότι αδυνατώ να αντιληφθώ τι ακριβώς σημαίνει αυτό, γιατί θεωρείται τόσο σημαντικό και τέλος πάντων γιατί οι περισσότεροι πιστέψανε ότι ο μόνος τρόπος να οριστεί αυτή η ρημάδα η "ελληνικότητα" ήταν με το να περιοριστεί με αυτιστική επιμονή στο φολκλόρ. (Ξέρω θα μου απαντήσετε για τα κινήματα των εθνικών σχολών. Όσο και αν έχω προσπαθήσει δεν το καταλαβαίνω).
Ακόμα κι αν δεχτώ για χάρη της συζήτησης ότι στο φολκλόρ βρίσκεται όλη η ουσία της ελληνικότητας, είναι εντυπωσιακό ότι οι τρόποι που "λογιοποιήθηκε" το φολκλόρ ήταν πάντα απίστευτα κακοί, ενώ ταυτόχρονα η κριτική μας ικανότητα μπροστά στα εκτρώματα αυτής της παραγωγής υποχωρούσε άτακτα προκειμένου να εξυπηρετηθεί αυτή η κατεπείγουσα ανάγκη για ύπαρξη ελληνικότητας. Τέτοιο να 'ναι κι ό,τι να 'ναι.
Ειδικά στη χαμουτζία έχουν πάθει μεγάλη ζημιά με αυτή την ιστορία, εδώ εις την παγερή Βουλγαρία την γλιτώσαμε αρκετά πιο ελαφρά.
Πολύ πετυχημένος ο τίτλος όντως (σηκώνει κοπιράιτ). Η διαμάχη που ακόμα σοβεί (αν και ο νικητής είναι πλέον αδιαμφισβήτητος) ανάμεσα στον Καλομοίρη και το Σκαλκώτα θυμίζει κάτι από τις πάλαι ποτέ θερμές συζητήσεις στα κοινωνικά και ακαδημαϊκά σαλόνια των Αθηνών περί ποιήσεως Παλαμά και Καβάφη (αντρίκιες κουβέντες βέβαια, ενώ οι κυρίες έπαιζαν κουνκάν). Ποιος εκφράζει καλύτερα την ελληνικότητα, ποιος θα μείνει στους αιώνες, ποιος θα ξεχαστεί κτλ. Αβαντάριζε ο Ξενόπουλος τον Καβάφη, του έβαζε τρικλοποδιά ο Κατσίμπαλης και δώσ'του απ' την αρχή.
Η ιστορία πάντως δείχνει ότι η λεγόμενη ελληνικότητα (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) παραδόξως εκφράζεται καλύτερα από ανθρώπους με λιγότερο ελληνοκεντρικό και περισσότερο εθνικά εξωστρεφές προφίλ.
Δημοσίευση σχολίου